- κοντρόλ
- τοέλεγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. controle].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντρόλ — το (άκλ., λ. γαλλ.), έλεγχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλασάρω — κατατάσσω έγγραφα με κλασέρ, ταξινομώ, ταξιθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. classer + κατάλ. άρω χαρακτηριστική τών ξενικής προελεύσεως ρημάτων (πρβλ. αριβ άρω, κοντρολ άρω)] … Dictionary of Greek
κοντρολάρω — ελέγχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντρόλ + κατάλ. άρω (πρβλ. καβαντζ άρω, φουμ άρω)] … Dictionary of Greek
κορτάρω — και κορτετζάρω κάνω κόρτε, ερωτοτροπώ, φλερτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άρω, χαρακτηριστική τών ρ. ξεν. προελεύσεως (< ιταλ. κατάλ. απαρεμφάτου are), πρβλ. κοντρολ άρω, φουμ άρω] … Dictionary of Greek